σούρβο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σούρβο τα σούρβα
      γενική του σούρβου των σούρβων
    αιτιατική το σούρβο τα σούρβα
     κλητική σούρβο σούρβα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σούρβο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σοῦρβον < λατινική sorbum < sorbus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σούρβο ουδέτερο

  1. καρπός της σουρβιάς
  2. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη σούρβα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]