σπερμοφάγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπερμοφάγος η σπερμοφάγος
σπερμοφάγα
το σπερμοφάγο
      γενική του σπερμοφάγου της σπερμοφάγου
σπερμοφάγας
του σπερμοφάγου
    αιτιατική τον σπερμοφάγο τη σπερμοφάγο
σπερμοφάγα
το σπερμοφάγο
     κλητική σπερμοφάγε σπερμοφάγε
σπερμοφάγα
σπερμοφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπερμοφάγοι οι σπερμοφάγοι
σπερμοφάγες
τα σπερμοφάγα
      γενική των σπερμοφάγων των σπερμοφάγων των σπερμοφάγων
    αιτιατική τους σπερμοφάγους τις σπερμοφάγους
σπερμοφάγες
τα σπερμοφάγα
     κλητική σπερμοφάγοι σπερμοφάγοι
σπερμοφάγες
σπερμοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπερμοφάγος < σπέρμ(α) + -ο- + -φάγος

Επίθετο[επεξεργασία]

σπερμοφάγος, -ος/-α, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]