σπουδαιολογημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπουδαιολογημένος η σπουδαιολογημένη το σπουδαιολογημένο
      γενική του σπουδαιολογημένου της σπουδαιολογημένης του σπουδαιολογημένου
    αιτιατική τον σπουδαιολογημένο τη σπουδαιολογημένη το σπουδαιολογημένο
     κλητική σπουδαιολογημένε σπουδαιολογημένη σπουδαιολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπουδαιολογημένοι οι σπουδαιολογημένες τα σπουδαιολογημένα
      γενική των σπουδαιολογημένων των σπουδαιολογημένων των σπουδαιολογημένων
    αιτιατική τους σπουδαιολογημένους τις σπουδαιολογημένες τα σπουδαιολογημένα
     κλητική σπουδαιολογημένοι σπουδαιολογημένες σπουδαιολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπουδαιολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σπουδαιολογώ

Μετοχή[επεξεργασία]

σπουδαιολογημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]