στάτωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
στᾰτωρ-, στᾰτορ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | στάτωρ | οἱ | στάτορες | ||||
γενική | τοῦ | στάτορος | τῶν | στατόρων | ||||
δοτική | τῷ | στάτορῐ | τοῖς | στάτορσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | στάτορᾰ | τοὺς | στάτορᾰς | ||||
κλητική ὦ! | στάτορ | στάτορες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στάτορε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | στατόροιν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Το στᾰ- βραχύ όπως στο λατινικό stător. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στάτωρ < (λόγιο δάνειο) λατινική stător
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στάτωρ, -ορος αρσενικό
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- στάτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτήτωρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἀλέκτωρ' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἀλέκτωρ' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λόγια δάνεια από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Νομικοί όροι (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)