στέκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στέκα | οι | στέκες |
γενική | της | στέκας | — | |
αιτιατική | τη | στέκα | τις | στέκες |
κλητική | στέκα | στέκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- στέκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική stecca
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στέκα θηλυκό
- ειδική ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται στο μπιλιάρδο για να χτυπά ο παίκτης τις μπάλες
- ημικυκλικό εξάρτημα από κόκαλο ή σκληρό πλαστικό που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να πιάνουν τα μαλλιά τους
- (μεταφορικά) πολύ αδύνατη γυναίκα
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]στέκα
- (ιδιωματικό) β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος στέκω
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)