στέκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στέκα οι στέκες
      γενική της στέκας
    αιτιατική τη στέκα τις στέκες
     κλητική στέκα στέκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Στέκες του μπιλιάρδου.
Μία στέκα για τα μαλλιά.

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

στέκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική stecca

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈste.ka/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στέκα θηλυκό

  1. ειδική ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται στο μπιλιάρδο για να χτυπά ο παίκτης τις μπάλες
  2. ημικυκλικό εξάρτημα από κόκαλο ή σκληρό πλαστικό που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να πιάνουν τα μαλλιά τους
  3. (μεταφορικά) πολύ αδύνατη γυναίκα

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

στέκα