στενογραφημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στενογραφημένος η στενογραφημένη το στενογραφημένο
      γενική του στενογραφημένου της στενογραφημένης του στενογραφημένου
    αιτιατική τον στενογραφημένο τη στενογραφημένη το στενογραφημένο
     κλητική στενογραφημένε στενογραφημένη στενογραφημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στενογραφημένοι οι στενογραφημένες τα στενογραφημένα
      γενική των στενογραφημένων των στενογραφημένων των στενογραφημένων
    αιτιατική τους στενογραφημένους τις στενογραφημένες τα στενογραφημένα
     κλητική στενογραφημένοι στενογραφημένες στενογραφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στενογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στενογραφώ

Μετοχή[επεξεργασία]

στενογραφημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]