στομαχιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στομαχιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στομαχιάζω
Μετοχή
[επεξεργασία]στομαχιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη στομαχιάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στομαχιασμένος
|