στομαχιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στομαχιασμένος η στομαχιασμένη το στομαχιασμένο
      γενική του στομαχιασμένου της στομαχιασμένης του στομαχιασμένου
    αιτιατική τον στομαχιασμένο τη στομαχιασμένη το στομαχιασμένο
     κλητική στομαχιασμένε στομαχιασμένη στομαχιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στομαχιασμένοι οι στομαχιασμένες τα στομαχιασμένα
      γενική των στομαχιασμένων των στομαχιασμένων των στομαχιασμένων
    αιτιατική τους στομαχιασμένους τις στομαχιασμένες τα στομαχιασμένα
     κλητική στομαχιασμένοι στομαχιασμένες στομαχιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στομαχιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στομαχιάζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

στομαχιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]