στρογγυλοφέγγαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρογγυλοφέγγαρος < στρογγυλ(ό) + φεγγάρ(ι) + φεγγάρι + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
στρογγυλοφέγγαρος, -η, -ο
- στρογγυλό φεγγάρι, φεγγάρι που βρίσκεται στη φάση της πανσελήνου
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ὁ Λάμπρος: Η τρελή μάνα [ή] Το κοιμητήριο, στροφή 16, 1829 Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα / Βικιθήκη
- Ήτον στην άλαλη
- τη μοναξία
- στρογγυλοφέγγαρη
- φωτοχυσία
- σαν τη λαμπρόπλαστη
- πρωτονυχτιά·
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρογγυλοφέγγαρος
|