στρογγυλοφέγγαρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρογγυλοφέγγαρος η στρογγυλοφέγγαρη το στρογγυλοφέγγαρο
      γενική του στρογγυλοφέγγαρου της στρογγυλοφέγγαρης του στρογγυλοφέγγαρου
    αιτιατική τον στρογγυλοφέγγαρο τη στρογγυλοφέγγαρη το στρογγυλοφέγγαρο
     κλητική στρογγυλοφέγγαρε στρογγυλοφέγγαρη στρογγυλοφέγγαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρογγυλοφέγγαροι οι στρογγυλοφέγγαρες τα στρογγυλοφέγγαρα
      γενική των στρογγυλοφέγγαρων των στρογγυλοφέγγαρων των στρογγυλοφέγγαρων
    αιτιατική τους στρογγυλοφέγγαρους τις στρογγυλοφέγγαρες τα στρογγυλοφέγγαρα
     κλητική στρογγυλοφέγγαροι στρογγυλοφέγγαρες στρογγυλοφέγγαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρογγυλοφέγγαρος < στρογγυλ(ό) + φεγγάρ(ι) + φεγγάρι + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

στρογγυλοφέγγαρος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]