στρογγυλωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρογγυλωμένος η στρογγυλωμένη το στρογγυλωμένο
      γενική του στρογγυλωμένου της στρογγυλωμένης του στρογγυλωμένου
    αιτιατική τον στρογγυλωμένο τη στρογγυλωμένη το στρογγυλωμένο
     κλητική στρογγυλωμένε στρογγυλωμένη στρογγυλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρογγυλωμένοι οι στρογγυλωμένες τα στρογγυλωμένα
      γενική των στρογγυλωμένων των στρογγυλωμένων των στρογγυλωμένων
    αιτιατική τους στρογγυλωμένους τις στρογγυλωμένες τα στρογγυλωμένα
     κλητική στρογγυλωμένοι στρογγυλωμένες στρογγυλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρογγυλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στρογγυλώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

στρογγυλωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]