συγγενευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγγενευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συγγενεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
συγγενευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συγγενεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγγενευμένος
|