συγκυβερνημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκυβερνημένος η συγκυβερνημένη το συγκυβερνημένο
      γενική του συγκυβερνημένου της συγκυβερνημένης του συγκυβερνημένου
    αιτιατική τον συγκυβερνημένο τη συγκυβερνημένη το συγκυβερνημένο
     κλητική συγκυβερνημένε συγκυβερνημένη συγκυβερνημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκυβερνημένοι οι συγκυβερνημένες τα συγκυβερνημένα
      γενική των συγκυβερνημένων των συγκυβερνημένων των συγκυβερνημένων
    αιτιατική τους συγκυβερνημένους τις συγκυβερνημένες τα συγκυβερνημένα
     κλητική συγκυβερνημένοι συγκυβερνημένες συγκυβερνημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συγκυβερνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συγκυβερνώ

Μετοχή

[επεξεργασία]

συγκυβερνημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]