συγχωρημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγχωρημένος η συγχωρημένη το συγχωρημένο
      γενική του συγχωρημένου της συγχωρημένης του συγχωρημένου
    αιτιατική τον συγχωρημένο τη συγχωρημένη το συγχωρημένο
     κλητική συγχωρημένε συγχωρημένη συγχωρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγχωρημένοι οι συγχωρημένες τα συγχωρημένα
      γενική των συγχωρημένων των συγχωρημένων των συγχωρημένων
    αιτιατική τους συγχωρημένους τις συγχωρημένες τα συγχωρημένα
     κλητική συγχωρημένοι συγχωρημένες συγχωρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siŋ.xo.ɾiˈme.nos/

Μετοχή[επεξεργασία]

συγχωρημένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]