συμβασιοκρατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβασιοκρατικός η συμβασιοκρατική το συμβασιοκρατικό
      γενική του συμβασιοκρατικού της συμβασιοκρατικής του συμβασιοκρατικού
    αιτιατική τον συμβασιοκρατικό τη συμβασιοκρατική το συμβασιοκρατικό
     κλητική συμβασιοκρατικέ συμβασιοκρατική συμβασιοκρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβασιοκρατικοί οι συμβασιοκρατικές τα συμβασιοκρατικά
      γενική των συμβασιοκρατικών των συμβασιοκρατικών των συμβασιοκρατικών
    αιτιατική τους συμβασιοκρατικούς τις συμβασιοκρατικές τα συμβασιοκρατικά
     κλητική συμβασιοκρατικοί συμβασιοκρατικές συμβασιοκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμβασιοκρατικός < (αρχαία ελληνική, 'καθαρεύουσα') σύμβασι(ς) (σύμβαση) + -ο- + κρατικός

Επίθετο[επεξεργασία]

συμβασιοκρατικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]