συναναστραφείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συνανατραφείς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναναστραφείς η συναναστραφείσα το συναναστραφέν
      γενική του συναναστραφέντος της συναναστραφείσας
συναναστραφείσης*
του συναναστραφέντος
    αιτιατική τον συναναστραφέντα τη συναναστραφείσα το συναναστραφέν
     κλητική συναναστραφείς συναναστραφείσα συναναστραφέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναναστραφέντες οι συναναστραφείσες τα συναναστραφέντα
      γενική των συναναστραφέντων των συναναστραφεισών των συναναστραφέντων
    αιτιατική τους συναναστραφέντες τις συναναστραφείσες τα συναναστραφέντα
     κλητική συναναστραφέντες συναναστραφείσες συναναστραφέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

συναναστραφείς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

συναναστραφείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συναναστρέφομαι
  2. θα συναναστραφείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συναναστρέφομαι