συνανατραφείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συνανατραφείς | η | συνανατραφείσα | το | συνανατραφέν |
γενική | του | συνανατραφέντος | της | συνανατραφείσας & συνανατραφείσης* |
του | συνανατραφέντος |
αιτιατική | τον | συνανατραφέντα | τη | συνανατραφείσα | το | συνανατραφέν |
κλητική | συνανατραφείς | συνανατραφείσα | συνανατραφέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συνανατραφέντες | οι | συνανατραφείσες | τα | συνανατραφέντα |
γενική | των | συνανατραφέντων | των | συνανατραφεισών | των | συνανατραφέντων |
αιτιατική | τους | συνανατραφέντες | τις | συνανατραφείσες | τα | συνανατραφέντα |
κλητική | συνανατραφέντες | συνανατραφείσες | συνανατραφέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
[επεξεργασία]συνανατραφείς
- μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος συνανατρέφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνανατραφείς
|