συνδιασκεπτόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]συνδιασκεπτόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα: μετοχή ενεστώτα του συνδιασκέπτομαι
- ※ → δείτε παράθεμα στο συνδιασκεπτομένη