συνεγερμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεγερμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνεγείρω
Μετοχή[επεξεργασία]
συνεγερμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συνεγείρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνεγερμένος
|