συνυπογεγραμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνυπογεγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνυπογράφω
Μετοχή[επεξεργασία]
συνυπογεγραμμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συνυπογράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνυπογεγραμμένος
|