συρματοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συρματοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συρματοποιώ
Μετοχή
[επεξεργασία]συρματοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συρματοποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συρματοποιημένος
|