συρματοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συρματοποιημένος η συρματοποιημένη το συρματοποιημένο
      γενική του συρματοποιημένου της συρματοποιημένης του συρματοποιημένου
    αιτιατική τον συρματοποιημένο τη συρματοποιημένη το συρματοποιημένο
     κλητική συρματοποιημένε συρματοποιημένη συρματοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συρματοποιημένοι οι συρματοποιημένες τα συρματοποιημένα
      γενική των συρματοποιημένων των συρματοποιημένων των συρματοποιημένων
    αιτιατική τους συρματοποιημένους τις συρματοποιημένες τα συρματοποιημένα
     κλητική συρματοποιημένοι συρματοποιημένες συρματοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συρματοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συρματοποιώ

Μετοχή

[επεξεργασία]

συρματοποιημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]