συσχετιζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συσχετιζόμενος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
συσχετιζόμενος, -η, -ο
- ο σχετικός με κάποιον ή κάτι
- (βάσεις δεδομένων) οι πίνακες και οι αντίστοιχες εγγραφές (γραμμές) τους (βλ. σχετικός)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συσχετιζόμενος
|