σφιχτόκωλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφιχτόκωλος η σφιχτόκωλη το σφιχτόκωλο
      γενική του σφιχτόκωλου της σφιχτόκωλης του σφιχτόκωλου
    αιτιατική τον σφιχτόκωλο τη σφιχτόκωλη το σφιχτόκωλο
     κλητική σφιχτόκωλε σφιχτόκωλη σφιχτόκωλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφιχτόκωλοι οι σφιχτόκωλες τα σφιχτόκωλα
      γενική των σφιχτόκωλων των σφιχτόκωλων των σφιχτόκωλων
    αιτιατική τους σφιχτόκωλους τις σφιχτόκωλες τα σφιχτόκωλα
     κλητική σφιχτόκωλοι σφιχτόκωλες σφιχτόκωλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφιχτόκωλος < σφιχτ(ός) + -ό- + κώλος

Επίθετο[επεξεργασία]

σφιχτόκωλος, -η, -ο

  1. που έχει σφιχτό κώλο
  2. (μεταφορικά) που είναι υπερβολικά τυπικός
    ※  Γιατί πρέπει πάντα οι φρουροί να είναι έτσι σφιχτόκωλοι; Τι τους κάνουν όταν τους εκπαιδεύουν; Τους βάζουν στην πρέσα; (Κώστας Βουλαζέρης, Ο Διαιρεμένος Θεός: Μια ιστορία από το Θρυμματισμένο Σύμπαν, εκδ. Φανταστικός Ορίζοντας, σελ. 596 [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]