σφιχτόκωλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σφιχτόκωλος, -η, -ο
- που έχει σφιχτό κώλο
- (μεταφορικά) που είναι υπερβολικά τυπικός
- ※ Γιατί πρέπει πάντα οι φρουροί να είναι έτσι σφιχτόκωλοι; Τι τους κάνουν όταν τους εκπαιδεύουν; Τους βάζουν στην πρέσα; (Κώστας Βουλαζέρης, Ο Διαιρεμένος Θεός: Μια ιστορία από το Θρυμματισμένο Σύμπαν, εκδ. Φανταστικός Ορίζοντας, σελ. 596 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφιχτόκωλος
|