σφυγμογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφυγμογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sphygmographie < αρχαία ελληνική σφυγμός + γράφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφυγμογραφία θηλυκό
- (ιατρική) καταγραφή του σφυγμού, δηλαδή των παλμών της καρδιάς, συνήθως μέσω ενός ειδικού οργάνου που ονομάζεται σφυγμογράφος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- σφυγμογράφημα
- σφυγμογραφικός
- σφυγμογράφος
- → δείτε τις λέξεις σφυγμός και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σφυγμογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)