ταγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταγμένος < από την παθητική μετοχή του ρήματος τάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ταγμένος, ταγμένη, ταγμένο και ταμένος, ταμένη, ταμένο
- αυτός που αποτελεί αντικείμενο τάματος στο Θεό η σε άγιο
- Την είχαν ταγμένη στην Αγία Βαρβάρα.
- ο αφιερωμένος σε (ιερό) σκοπό ή ιδέα
- Είναι ταγμένος αντικομφορμιστής.