Μετάβαση στο περιεχόμενο

ταγμένος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταγμένος η ταγμένη το ταγμένο
      γενική του ταγμένου της ταγμένης του ταγμένου
    αιτιατική τον ταγμένο την ταγμένη το ταγμένο
     κλητική ταγμένε ταγμένη ταγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταγμένοι οι ταγμένες τα ταγμένα
      γενική των ταγμένων των ταγμένων των ταγμένων
    αιτιατική τους ταγμένους τις ταγμένες τα ταγμένα
     κλητική ταγμένοι ταγμένες ταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταγμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεταγμένος από την μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τάζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

ταγμένος, -η, -ο και ταμένος, -η, -ο

  • αυτός που αποτελεί αντικείμενο τάματος στο Θεό η σε άγιο
    παράδειγμα  Την είχαν ταγμένη στην Αγία Βαρβάρα.
  • ο αφιερωμένος σε (ιερό) σκοπό ή ιδέα
    παράδειγμα  Είναι ταγμένος αντικομφορμιστής.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • ταγμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)