ταλιατέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταλιατέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tagliatella ή στον πληθυντικό tagliatelle (ταλιατέλες) → και δείτε τη λέξη tagliare (κόβω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ta.ʎaˈte.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐λια‐τέ‐λα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταλιατέλα θηλυκό, συνήθως στον πληθυντικό
- (γαστρονομία) είδος μακρού ζυμαρικού που θυμίζει λαζάνι κομμένο σε λωρίδες
- ↪ οι ταλιατέλες ανήκουν στα μακριά ζυμαρικά.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τάλια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταλιατέλα
Πηγές[επεξεργασία]
- ταλιατέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ταλιατέλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)