ταχυδρομημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταχυδρομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ταχυδρομώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ταχυδρομημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ταχυδρομώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταχυδρομημένος
|