ταχυπορημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταχυπορημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ταχυπορώ
Μετοχή
[επεξεργασία]ταχυπορημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ταχυπορώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταχυπορημένος
|