ταχυπορημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχυπορημένος η ταχυπορημένη το ταχυπορημένο
      γενική του ταχυπορημένου της ταχυπορημένης του ταχυπορημένου
    αιτιατική τον ταχυπορημένο την ταχυπορημένη το ταχυπορημένο
     κλητική ταχυπορημένε ταχυπορημένη ταχυπορημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχυπορημένοι οι ταχυπορημένες τα ταχυπορημένα
      γενική των ταχυπορημένων των ταχυπορημένων των ταχυπορημένων
    αιτιατική τους ταχυπορημένους τις ταχυπορημένες τα ταχυπορημένα
     κλητική ταχυπορημένοι ταχυπορημένες ταχυπορημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταχυπορημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ταχυπορώ

Μετοχή

[επεξεργασία]

ταχυπορημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]