τετελεσμένο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετελεσμένο τα τετελεσμένα
      γενική του τετελεσμένου των τετελεσμένων
    αιτιατική το τετελεσμένο τα τετελεσμένα
     κλητική τετελεσμένο τετελεσμένα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετελεσμένο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής τετελεσμένος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /te.te.leˈzme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐τε‐λε‐σμέ‐νο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τετελεσμένο ουδέτερο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

τετελεσμένο