τετραετηρίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τετραετηρίς αἱ τετραετηρίδες
      γενική τῆς τετραετηρίδος τῶν τετραετηρίδων
      δοτική τῇ τετραετηρίδ ταῖς τετραετηρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τετραετηρίδ τὰς τετραετηρίδᾰς
     κλητική ! τετραετηρίς* τετραετηρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τετραετηρίδε
γεν-δοτ τοῖν  τετραετηρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετραετηρίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τρι- + -ετηρίς < τριέτηρος. Σε επιθετική λειτουργία και ουσιαστικοποιημένο: εννοείται θηλυκό ουσιαστικό όπως περίοδος, ἑορτή.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τετραετηρίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. (σε επιθετική λειτουργία) τετραετής, που γίνεται κάθε τέσσερα έτη (όπως ἑορτή)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τετρετηρίδα (εννοείται περίοδος)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]