τεχνολογημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεχνολογημένος η τεχνολογημένη το τεχνολογημένο
      γενική του τεχνολογημένου της τεχνολογημένης του τεχνολογημένου
    αιτιατική τον τεχνολογημένο την τεχνολογημένη το τεχνολογημένο
     κλητική τεχνολογημένε τεχνολογημένη τεχνολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεχνολογημένοι οι τεχνολογημένες τα τεχνολογημένα
      γενική των τεχνολογημένων των τεχνολογημένων των τεχνολογημένων
    αιτιατική τους τεχνολογημένους τις τεχνολογημένες τα τεχνολογημένα
     κλητική τεχνολογημένοι τεχνολογημένες τεχνολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τεχνολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τεχνολογώ

Μετοχή

[επεξεργασία]

τεχνολογημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]