τεχνολογημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τεχνολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τεχνολογώ
Μετοχή
[επεξεργασία]τεχνολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τεχνολογώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τεχνολογημένος
|