τιμοκρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τιμοκρατικός < αρχαία ελληνική τιμοκρατικός < τιμοκρατία
Επίθετο[επεξεργασία]
τιμοκρατικός
- (πολιτική) που έχει σχέση με την τιμοκρατία ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τιμοκρατία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τιμοκρατικός