τουαλεταρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τουαλεταρισμένος η τουαλεταρισμένη το τουαλεταρισμένο
      γενική του τουαλεταρισμένου της τουαλεταρισμένης του τουαλεταρισμένου
    αιτιατική τον τουαλεταρισμένο την τουαλεταρισμένη το τουαλεταρισμένο
     κλητική τουαλεταρισμένε τουαλεταρισμένη τουαλεταρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τουαλεταρισμένοι οι τουαλεταρισμένες τα τουαλεταρισμένα
      γενική των τουαλεταρισμένων των τουαλεταρισμένων των τουαλεταρισμένων
    αιτιατική τους τουαλεταρισμένους τις τουαλεταρισμένες τα τουαλεταρισμένα
     κλητική τουαλεταρισμένοι τουαλεταρισμένες τουαλεταρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τουαλεταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τουαλεταρίζομαι

Μετοχή

[επεξεργασία]

τουαλεταρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]