τουαλεταρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τουαλεταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τουαλεταρίζομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]τουαλεταρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τουαλεταρίζομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τουαλεταρισμένος
|