τουρκοκρατημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τουρκοκρατημένος η τουρκοκρατημένη το τουρκοκρατημένο
      γενική του τουρκοκρατημένου της τουρκοκρατημένης του τουρκοκρατημένου
    αιτιατική τον τουρκοκρατημένο την τουρκοκρατημένη το τουρκοκρατημένο
     κλητική τουρκοκρατημένε τουρκοκρατημένη τουρκοκρατημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τουρκοκρατημένοι οι τουρκοκρατημένες τα τουρκοκρατημένα
      γενική των τουρκοκρατημένων των τουρκοκρατημένων των τουρκοκρατημένων
    αιτιατική τους τουρκοκρατημένους τις τουρκοκρατημένες τα τουρκοκρατημένα
     κλητική τουρκοκρατημένοι τουρκοκρατημένες τουρκοκρατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τουρκοκρατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τουρκοκρατούμαι

Μετοχή

[επεξεργασία]

τουρκοκρατημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]