τρίαινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρίαινα | οι | τρίαινες |
γενική | της | τρίαινας | των | τριαινών |
αιτιατική | την | τρίαινα | τις | τρίαινες |
κλητική | τρίαινα | τρίαινες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρίαινα < αρχαία ελληνική τρίαινα. Αναλύεται σε τρί- + -αινα.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.e.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρί‐αι‐να
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρίαινα θηλυκό
- καμάκι με τρείς αιχμές, τρία δόντια
- (ελληνική μυθολογία) το όπλο του θεού Ποσειδώνα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τρί- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αινα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αινα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)