τρίριχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τρίριχτος, -η, -ο
- (αρχιτεκτονική) (για στέγη) που είναι φτιαγμένος με τρία κεκλιμένα επίπεδα
- ※ Οἱ στέγες εἶναι συνήθως δίριχτες ἤ ἀκόμα τρίριχτες ή τετράριχτες ἀνάλογα μέ τή θέση τῆς κατασκευῆς (εἰκ.188) καί ἀποτελοῦνται ἀπό τριγωνικά ζευκτά, πού γεφυρώνουν ἄνοιγμα 6-3 μ ., τεγίδες (τράβα, φιλάνια), σανίδωμα καί κεραμίδια (Α.Αγοροπούλου-Μπιρμπίλη, Η αρχιτεκτονική της πόλεως της Κέρκυρας κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, 1977)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρίριχτος