κεκλιμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεκλιμένος < αρχαία ελληνική κεκλιμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κλίνω
Μετοχή[επεξεργασία]
κεκλιμένος -η -ο