τρανωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρανωμένος η τρανωμένη το τρανωμένο
      γενική του τρανωμένου της τρανωμένης του τρανωμένου
    αιτιατική τον τρανωμένο την τρανωμένη το τρανωμένο
     κλητική τρανωμένε τρανωμένη τρανωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρανωμένοι οι τρανωμένες τα τρανωμένα
      γενική των τρανωμένων των τρανωμένων των τρανωμένων
    αιτιατική τους τρανωμένους τις τρανωμένες τα τρανωμένα
     κλητική τρανωμένοι τρανωμένες τρανωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρανωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τρανώνω

Μετοχή

[επεξεργασία]

τρανωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]