τρεμουλιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρεμουλιασμένος η τρεμουλιασμένη το τρεμουλιασμένο
      γενική του τρεμουλιασμένου της τρεμουλιασμένης του τρεμουλιασμένου
    αιτιατική τον τρεμουλιασμένο την τρεμουλιασμένη το τρεμουλιασμένο
     κλητική τρεμουλιασμένε τρεμουλιασμένη τρεμουλιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρεμουλιασμένοι οι τρεμουλιασμένες τα τρεμουλιασμένα
      γενική των τρεμουλιασμένων των τρεμουλιασμένων των τρεμουλιασμένων
    αιτιατική τους τρεμουλιασμένους τις τρεμουλιασμένες τα τρεμουλιασμένα
     κλητική τρεμουλιασμένοι τρεμουλιασμένες τρεμουλιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρεμουλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τρεμουλιάζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

τρεμουλιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]