τριακοσιοστός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τριακοσιοστός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]τριακοσιοστός, -ή, -ό
- που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν τριακόσια (300)
- ο ένας από τους τριακόσιους ίσους όρους ενός συνόλου