τριφτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τριφτό | τα | τριφτά |
γενική | του | τριφτού | των | τριφτών |
αιτιατική | το | τριφτό | τα | τριφτά |
κλητική | τριφτό | τριφτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τριφτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τριφτός < αρχαία ελληνική τριπτός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριφτό ουδέτερο
- (γαστρονομία, γλυκό) γλυκό του κουταλιού με τριμμένα κομμάτια από κυδώνι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τριφτό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τριφτό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)