τριχοτομημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριχοτομημένος η τριχοτομημένη το τριχοτομημένο
      γενική του τριχοτομημένου της τριχοτομημένης του τριχοτομημένου
    αιτιατική τον τριχοτομημένο την τριχοτομημένη το τριχοτομημένο
     κλητική τριχοτομημένε τριχοτομημένη τριχοτομημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριχοτομημένοι οι τριχοτομημένες τα τριχοτομημένα
      γενική των τριχοτομημένων των τριχοτομημένων των τριχοτομημένων
    αιτιατική τους τριχοτομημένους τις τριχοτομημένες τα τριχοτομημένα
     κλητική τριχοτομημένοι τριχοτομημένες τριχοτομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριχοτομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τριχοτομώ

Μετοχή[επεξεργασία]

τριχοτομημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]