τριχτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τριχτός | η | τριχτή | το | τριχτό |
γενική | του | τριχτού | της | τριχτής | του | τριχτού |
αιτιατική | τον | τριχτό | την | τριχτή | το | τριχτό |
κλητική | τριχτέ | τριχτή | τριχτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τριχτοί | οι | τριχτές | τα | τριχτά |
γενική | των | τριχτών | των | τριχτών | των | τριχτών |
αιτιατική | τους | τριχτούς | τις | τριχτές | τα | τριχτά |
κλητική | τριχτοί | τριχτές | τριχτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τριχτός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
τριχτός, -ή, -ό
- που βγάζει ήχο τριγμού
- ※ Από το λιμάνι ακούονταν τριχτός ο βρόντος που έκανε το βίντσι των ιγγλέζικων. (Κώστας Χατζόπουλος (1868‑1920), νουβέλα: Φθινόπωρο, VII)
Παράγωγα[επεξεργασία]
- τριχτά (επίρρημα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τριχτός
|