τροπωτήρ
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τροπωτήρ | οἱ | τροπωτῆρες |
γενική | τοῦ | τροπωτῆρος | τῶν | τροπωτήρων |
δοτική | τῷ | τροπωτῆρῐ | τοῖς | τροπωτῆρσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | τροπωτῆρᾰ | τοὺς | τροπωτῆρᾰς |
κλητική ὦ! | τροπωτήρ | τροπωτῆρες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τροπωτῆρε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τροπωτήροιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τροπωτήρ, -ῆρος αρσενικό
- (ναυτικός όρος) συνώνυμο του τροπός (αρσενικό): η τροπωτήρα θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τροπός
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τροπωτήρ, -ῆρος αρσενικό
- εκείνος που τρέφει
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- τροπωτήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τροπωτήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- τροπωτήρ σελ.7380 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κλητήρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κλητήρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τήρ (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)