τρυποφράχτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρυποφράχτης οι τρυποφράχτες
      γενική του τρυποφράχτη των τρυποφραχτών
    αιτιατική τον τρυποφράχτη τους τρυποφράχτες
     κλητική τρυποφράχτη τρυποφράχτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρυποφράχτης < τρύπα + -ο- + φράκτης + -ης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρυποφράχτης αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]