τσακνοπόδαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tsa.knoˈpo.ða.ros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐κνο‐πό‐δα‐ρος
Επίθετο
[επεξεργασία]τσακνοπόδαρος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) που έχει πόδια λεπτά ή ίσια σαν τσάκνα[1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσακνοπόδαρος