τσεπωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσεπωμένος η τσεπωμένη το τσεπωμένο
      γενική του τσεπωμένου της τσεπωμένης του τσεπωμένου
    αιτιατική τον τσεπωμένο την τσεπωμένη το τσεπωμένο
     κλητική τσεπωμένε τσεπωμένη τσεπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσεπωμένοι οι τσεπωμένες τα τσεπωμένα
      γενική των τσεπωμένων των τσεπωμένων των τσεπωμένων
    αιτιατική τους τσεπωμένους τις τσεπωμένες τα τσεπωμένα
     κλητική τσεπωμένοι τσεπωμένες τσεπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσεπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τσεπώνω

Μετοχή

[επεξεργασία]

τσεπωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]