τσουνί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσουνί | τα | τσουνιά |
γενική | του | τσουνιού | των | τσουνιών |
αιτιατική | το | τσουνί | τα | τσουνιά |
κλητική | τσουνί | τσουνιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσουνί < (άμεσο δάνειο) αλβανική tşuni < çun αγόρι, γιος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seu̯H- (γεννώ)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσουνί ουδέτερο
- κοτσάνι
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε έχει ανάλογο σχήμα
- (κατ’ επέκταση) (παιδικό) πέος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσουνί
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)