τυπασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυπασμένος η τυπασμένη το τυπασμένο
      γενική του τυπασμένου της τυπασμένης του τυπασμένου
    αιτιατική τον τυπασμένο την τυπασμένη το τυπασμένο
     κλητική τυπασμένε τυπασμένη τυπασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυπασμένοι οι τυπασμένες τα τυπασμένα
      γενική των τυπασμένων των τυπασμένων των τυπασμένων
    αιτιατική τους τυπασμένους τις τυπασμένες τα τυπασμένα
     κλητική τυπασμένοι τυπασμένες τυπασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τυπασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τυπάζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

τυπασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]