υπέρθυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπέρθυρος < αρχαία ελληνική ὑπέρθυρος < ὑπέρ + θύρα
Επίθετο[επεξεργασία]
υπέρθυρος, -η, -ο
- που βρίσκεται πάνω από τη θύρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπέρθυρος
|