υπερπαστερίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερπαστερίωση οι υπερπαστεριώσεις
      γενική της υπερπαστερίωσης των υπερπαστεριώσεων
    αιτιατική την υπερπαστερίωση τις υπερπαστεριώσεις
     κλητική υπερπαστερίωση υπερπαστεριώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερπαστερίωση < υπερ- + παστερίωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερπαστερίωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]