υπερυψηλός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερυψηλός η υπερυψηλή το υπερυψηλό
      γενική του υπερυψηλού της υπερυψηλής του υπερυψηλού
    αιτιατική τον υπερυψηλό την υπερυψηλή το υπερυψηλό
     κλητική υπερυψηλέ υπερυψηλή υπερυψηλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερυψηλοί οι υπερυψηλές τα υπερυψηλά
      γενική των υπερυψηλών των υπερυψηλών των υπερυψηλών
    αιτιατική τους υπερυψηλούς τις υπερυψηλές τα υπερυψηλά
     κλητική υπερυψηλοί υπερυψηλές υπερυψηλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερυψηλός < υπερ- + υψηλός

Επίθετο[επεξεργασία]

υπερυψηλός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]